συγκολλητίνη

συγκολλητίνη
η, Ν
(βιολ.-βιοχ.) αντίσωμα τού οποίου η δέσμευση από ένα αντιγόνο προκαλεί τη συγκόλλησή του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. agglutinin < λατ. agglutino «προσκολλώ» (< ad «προς, επί» + glutino «κολλώ») + κατάλ.-in].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • ψυχροσυγκολλητίνη — η, Ν ιατρ. αυτοαντίσωμα, συγκολλητίνη που εμφανίζεται στον οργανισμό κατά τη διάρκεια ιώσεων, συνήθως άτυπων πνευμονιών, και συγκολλά τα ερυθρά αιμοσφαίρια σε χαμηλή θερμοκρασία. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. cold agglutinin… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”