- συγκολλητίνη
- η, Ν(βιολ.-βιοχ.) αντίσωμα τού οποίου η δέσμευση από ένα αντιγόνο προκαλεί τη συγκόλλησή του.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. agglutinin < λατ. agglutino «προσκολλώ» (< ad «προς, επί» + glutino «κολλώ») + κατάλ.-in].
Dictionary of Greek. 2013.